καταφυρώ

καταφυρώ
καταφυρῶ, -άω (Α)
(επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφύρω — (Μ) (επιτ. τ. τού φύρω*) μολύνω εντελώς, μιαίνω, ρυπαίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”